- μονόσχημον
- μονόσχημοςemploying one figuremasc/fem acc sgμονόσχημοςemploying one figureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόσχημος — μονόσχημος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημον η χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ σχημος] … Dictionary of Greek